κοιλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοιλιά οι κοιλιές
      γενική της κοιλιάς των κοιλιών
    αιτιατική την κοιλιά τις κοιλιές
     κλητική κοιλιά κοιλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανθρώπινη κοιλιά

Ετυμολογία

κοιλιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοιλιά < αρχαία ελληνική κοιλία με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας < κοῖλος. Συγκρίνετε με τη νεοελληνική χρήση του κοιλία.

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοιλία

Ουσιαστικό

κοιλιά θηλυκό

  1. (ανατομία) τμήμα του σώματος ανάμεσα στον θώρακα και την πύελο στους ανθρώπους και άλλα σπονδυλωτά το οποίο εμπεριέχει το μεγαλύτερο τμήμα του γαστρεντερικού συστήματος και μέρος του ουροποιητικού συστήματος
  2. οποιοδήποτε κύρτωμα σε επιφάνεια
  3. (μεταφορικά) στη φράση κάνω κοιλιά: έχω σημείο χαλάρωσης,

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κοίλος

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κοιλιά < κοιλία με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας < αρχαία ελληνική κοιλία < κοῖλος

Ουσιαστικό

κοιλιά θηλυκό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.