ρύθμιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρύθμιση | οι | ρυθμίσεις |
| γενική | της | ρύθμισης* | των | ρυθμίσεων |
| αιτιατική | τη | ρύθμιση | τις | ρυθμίσεις |
| κλητική | ρύθμιση | ρυθμίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ρυθμίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρύθμιση < μεσαιωνική ελληνική ῥύθμισις < αρχαία ελληνική ῥυθμίζω < ῥυθμός < ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srew- (ρέω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾiθ.mi.si/
Ουσιαστικό
ρύθμιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ρυθμίζω
- τακτοποίηση κάποιου πράγματος, ώστε να λειτουργεί σωστά και εύρυθμα
- (κατ’ επέκταση) τακτοποίηση, κανονισμός, διακανονισμός, διευθέτηση
- κανονισμός του ρυθμού μιας πράξης ή ενέργειας
- (πληροφορική) setting: η δυνατότητα προσαρμογής λογισμικού (software) ή υλισμικού (hardware), ώστε να εξυπηρετεί κάποιο σκοπό
- ※ [...] θα δούμε πώς μπορούμε να κάνουμε το Git να λειτουργεί με πιο εξατομικευμένο τρόπο, εισάγοντας αρκετές σημαντικές ρυθμίσεις διαμόρφωσης [...]» (Pro Git 2nd ed. Edition) [1]
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρυθμός
Μεταφράσεις
ρύθμιση
|
Αναφορές
- 8.1 Εξατομίκευση του Git - Διαμόρφωση Git. Πρόσβαση 2020-12-08.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.