ῥυθμίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ῥυθμίζω < ῥυθμ(ός) + -ίζω

Ρήμα

ῥυθμίζω

  1. διευθετώ, κανονίζω, τακτοποιώ
  2. επαναφέρω στην τάξη, διορθώνω
  3. απαγγέλλω έμμετρα
  4. εναρμονίζω, ορίζω το μέσο
  5. (παθητικό) με επαναφέρουν στην τάξη, με ρυθμίζουν
    νηλεῶς ὧδ᾽ ἐρρύθμισμαι (έτσι σκληρά ξαναμπήκα στη σειρά, με επανέφεραν σε τάξη) Αισχύλος, Προμηθεὺς Δεσμώτης Pr.243

Συγγενικά

Σύνθετα

  • καταρρυθμίζω (βάζω ρυθμό, ίσως παραπάνω απ' όσο πρέπει)
  • ἀναρρυθμίζω (επαναφέρω στην τάξη)
  • διαρρυθμίζω (προσαρμόζω, εφαρμόζω)
  • μεταρρυθμίζω (αλλάζω, αναθεωρώ)
  • προσρυθμίζω (προσαρμόζω)
  • προρρυθμίζω (ρυθμίζω εκ των προτέρων)

Κλίση

  • λείπει η κλίση
  • ενεργητική φωνή: ενεστώτας ῥυθμίζω,μέλλων ῥυθμιῶ, αόριστος ἐρρύθμισα
  • παθητική φωνή: παρατατικός ἐρρυθμιζόμαν (δωρ. και αιολ.), αόριστος ἐρρυθμίσθην

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.