ῥυθμίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ῥυθμίζω
- επικός τύπος : ῥείω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ῥυθμός
Σύνθετα
- καταρρυθμίζω (βάζω ρυθμό, ίσως παραπάνω απ' όσο πρέπει)
- ἀναρρυθμίζω (επαναφέρω στην τάξη)
- διαρρυθμίζω (προσαρμόζω, εφαρμόζω)
- μεταρρυθμίζω (αλλάζω, αναθεωρώ)
- προσρυθμίζω (προσαρμόζω)
- προρρυθμίζω (ρυθμίζω εκ των προτέρων)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
- ενεργητική φωνή: ενεστώτας ῥυθμίζω,μέλλων ῥυθμιῶ, αόριστος ἐρρύθμισα
- παθητική φωνή: παρατατικός ἐρρυθμιζόμαν (δωρ. και αιολ.), αόριστος ἐρρυθμίσθην
Πηγές
- ῥυθμίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥυθμίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.