διαρρύθμιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαρρύθμιση | οι | διαρρυθμίσεις |
| γενική | της | διαρρύθμισης* | των | διαρρυθμίσεων |
| αιτιατική | τη | διαρρύθμιση | τις | διαρρυθμίσεις |
| κλητική | διαρρύθμιση | διαρρυθμίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαρρυθμίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαρρύθμιση < διαρρυθμίζω + -ση
Μεταφράσεις
διαρρύθμιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.