ῥέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srew- (ρέω). Συγγενή: σανσκριτική स्रवति (srávati), παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική строуꙗ (struja, ροή), αγγλική stream

Ρήμα

ῥέω & ομηρικός τύπος ῥείω

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

  • ο παθητικός αόριστος ἐρρύην χρησιμοποιείτο ως ενεργητικός και δεν είχε προστακτική
  • στο μέλλοντα απαντώνται οι επιπλέον τύποι ῥεύσω και ῥευσοῦμαι (μεταγενέστεροι, των χριστιανικών χρόνων), όπως και ο τύπος ῥεύσομαι (επικός τύπος και στον Ηρόδοτο). Ο μέλλοντας ῥυήσομαι που παρατίθεται, απαντά κυρίως συνθετος (εἰσρυήσομαι)
  • ο αόριστος ἔρρευσα απαντά κυρίως σύνθετος
  • ο υπερσυντέλικος απαντά κυρίως σε συνθετα όπως συνερρυήκειν
  • απαντούν σε σύνθετη μορφή και τύποι μέσου παρατατικού όπως περιερρεῖτο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.