ῥέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srew- (ρέω). Συγγενή: σανσκριτική स्रवति (srávati), παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική строуꙗ (struja, ροή), αγγλική stream
Εκφράσεις
Συγγενικά
Σύνθετα
Κλίση
- ο παθητικός αόριστος ἐρρύην χρησιμοποιείτο ως ενεργητικός και δεν είχε προστακτική
- στο μέλλοντα απαντώνται οι επιπλέον τύποι ῥεύσω και ῥευσοῦμαι (μεταγενέστεροι, των χριστιανικών χρόνων), όπως και ο τύπος ῥεύσομαι (επικός τύπος και στον Ηρόδοτο). Ο μέλλοντας ῥυήσομαι που παρατίθεται, απαντά κυρίως συνθετος (εἰσρυήσομαι)
- ο αόριστος ἔρρευσα απαντά κυρίως σύνθετος
- ο υπερσυντέλικος απαντά κυρίως σε συνθετα όπως συνερρυήκειν
- απαντούν σε σύνθετη μορφή και τύποι μέσου παρατατικού όπως περιερρεῖτο
Κλίση
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πηγές
- ῥέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.