εξατομικευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξατομικευμένος | η | εξατομικευμένη | το | εξατομικευμένο |
| γενική | του | εξατομικευμένου | της | εξατομικευμένης | του | εξατομικευμένου |
| αιτιατική | τον | εξατομικευμένο | την | εξατομικευμένη | το | εξατομικευμένο |
| κλητική | εξατομικευμένε | εξατομικευμένη | εξατομικευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξατομικευμένοι | οι | εξατομικευμένες | τα | εξατομικευμένα |
| γενική | των | εξατομικευμένων | των | εξατομικευμένων | των | εξατομικευμένων |
| αιτιατική | τους | εξατομικευμένους | τις | εξατομικευμένες | τα | εξατομικευμένα |
| κλητική | εξατομικευμένοι | εξατομικευμένες | εξατομικευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξατομικευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εξατομικεύω
Μετοχή
εξατομικευμένος, -η, -ο
- που έχει εξατομικευτεί ώστε να ταιριάζει σε κάθε περίπτωση, σε κάθε άτομο
- ※ [...] θα δούμε πώς μπορούμε να κάνουμε το Git να λειτουργεί με πιο εξατομικευμένο τρόπο, εισάγοντας αρκετές σημαντικές ρυθμίσεις διαμόρφωσης [...]» (Pro Git 2nd ed. Edition) [1]
Μεταφράσεις
εξατομικευμένος
|
Αναφορές
- 8.1 Εξατομίκευση του Git - Διαμόρφωση Git. Πρόσβαση 2020-12-08.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.