τακτοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τακτοποίηση οι τακτοποιήσεις
      γενική της τακτοποίησης* των τακτοποιήσεων
    αιτιατική την τακτοποίηση τις τακτοποιήσεις
     κλητική τακτοποίηση τακτοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τακτοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τακτοποίηση < τακτοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

τακτοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.