σωστά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
σωστά
<
σωστός
Προφορά
ΔΦΑ
: /
soˈsta
/
Επίρρημα
σωστά
με
σωστό
τρόπο
το έφτιαξε
σωστά
≈
συνώνυμα
:
κανονικά
,
εντάξει
εκφράζει κάποια απορία αυτού που μιλάει, περιμένοντας θετική απάντηση από τον συνομιλητή του
Ο Γιώργος θα φτάσει αύριο το μεσημέρι,
σωστά
; - Ναι!
Μεταφράσεις
σωστά
αγγλικά
:
correctly
(en)
γαλλικά
:
correctement
(fr)
εσπεράντο
:
korekte
(eo)
ρουμανικά
:
corect
(ro)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σωστά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
σωστό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.