μεταρρύθμιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταρρύθμιση | οι | μεταρρυθμίσεις |
| γενική | της | μεταρρύθμισης* | των | μεταρρυθμίσεων |
| αιτιατική | τη | μεταρρύθμιση | τις | μεταρρυθμίσεις |
| κλητική | μεταρρύθμιση | μεταρρυθμίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταρρυθμίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταρρύθμιση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μεταρρύθμισις [1] < αρχαία ελληνική μεταρρυθμίζω < μετά + ῥυθμίζω < ῥυθμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.taˈɾi.θmi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ταρ‐ρύθ‐μι‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : με‐ταρ‐ρύ‐θμι‐ση
Ουσιαστικό
μεταρρύθμιση θηλυκό
- σύνολο σημαντικών αλλαγών σε έναν τομέα, που αποσκοπούν στη λύση προβλημάτων, την εύρυθμη λειτουργία του, την προσαρμογή του σε νέα δεδομένα κ.λπ.
- ↪ εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
- (ιστορία) → δείτε τη λέξη Μεταρρύθμιση
- → δείτε και τη λέξη αντιμεταρρύθμιση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μεταρρυθμίζω, μετά, ρυθμίζω και ρυθμός
Μεταφράσεις
σύνολο σημαντικών αλλαγών
Αναφορές
- μεταρρύθμιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.