μεταρρύθμιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταρρύθμιση οι μεταρρυθμίσεις
      γενική της μεταρρύθμισης* των μεταρρυθμίσεων
    αιτιατική τη μεταρρύθμιση τις μεταρρυθμίσεις
     κλητική μεταρρύθμιση μεταρρυθμίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταρρυθμίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταρρύθμιση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μεταρρύθμισις [1] < αρχαία ελληνική μεταρρυθμίζω < μετά + ῥυθμίζω < ῥυθμός

Προφορά

ΔΦΑ : /me.taˈɾi.θmi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταρρύθμιση
παλιότερος συλλαβισμός: μεταρρύθμιση

Ουσιαστικό

μεταρρύθμιση θηλυκό

  1. σύνολο σημαντικών αλλαγών σε έναν τομέα, που αποσκοπούν στη λύση προβλημάτων, την εύρυθμη λειτουργία του, την προσαρμογή του σε νέα δεδομένα κ.λπ.
    εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
  2. (ιστορία)  δείτε τη λέξη Μεταρρύθμιση
     δείτε και τη λέξη αντιμεταρρύθμιση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.