règlement
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- règlement < régler
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| règlement | règlements |
règlement (fr) αρσενικό
- κανονισμός, ένα έγγραφο που καθορίζει και καθιστά υποχρεωτικό αυτό που πρέπει να γίνει
- publier un règlement δημοσιεύω έναν κανονισμό
- l'affichage du règlement est obligatoire η τοιχοκόλληση του κανονισμού είναι υποχρεωτική
- → δείτε τη λέξη arrêté, décret
- κανονισμός ενός σωματείου
- le règlement du Sénat ο κανονισμός της Γερουσίας
- → δείτε τη λέξη statut
- ρύθμιση, διαρρύθμιση ενός θέματος
- le règlement d'un conflit η διαρρύθμιση μιας διαμάχης
- le règlement d'une affaire η ρύθμιση μιας υπόθεσης
- → δείτε τη λέξη arbitrage, arrangement
- πληρωμή
- règlement par chèque πληρωμή με επιταγή
- le règlement d'une dette η πληρωμή ενός χρέους
- → δείτε τη λέξη acquittement, paiement, solde
Εκφράσεις
- règlement de comptes ξεκαθάρισμα λογαριασμών
- au coin de la rue, il y a eu un règlement de comptes στη γωνία του δρόμου έγινε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.