υλισμικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υλισμικό τα υλισμικά
      γενική του υλισμικού των υλισμικών
    αιτιατική το υλισμικό τα υλισμικά
     κλητική υλισμικό υλισμικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υλισμικό < ύλη + -ισμικό κατ' αναλογία με το λογισμικό < λογισμός < λόγος < νεολογισμός αρχών του 21ου αιώνα που έχει προταθεί από την ΕΛΕΤΟ [1]

Ουσιαστικό

υλισμικό ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.