διευθέτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διευθέτηση οι διευθετήσεις
      γενική της διευθέτησης* των διευθετήσεων
    αιτιατική τη διευθέτηση τις διευθετήσεις
     κλητική διευθέτηση διευθετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διευθετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διευθέτηση < (ελληνιστική κοινή) διευθέτησις

Ουσιαστικό

διευθέτηση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.