λογισμικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λογισμικό | τα | λογισμικά |
| γενική | του | λογισμικού | των | λογισμικών |
| αιτιατική | το | λογισμικό | τα | λογισμικά |
| κλητική | λογισμικό | λογισμικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
λογισμικό ουδέτερο
- (πληροφορική) πρόγραμμα ή μέρος προγράμματος υπολογιστή και η σχετική τεκμηρίωση
- ένα υπολογιστικό σύστημα αποτελείται από το υλικό (hardware) και το λογισμικό
- η διεύθυνση χρειάζεται νέο λογισμικό για την παρακολούθηση των εργασιών
- (πληροφορική) το σύνολο των προγραμμάτων ενός υπολογιστή, συστήματος, εταιρίας ή οργανισμού γενικά
- το τμήμα μας είναι υπεύθυνο για την υποστήριξη του λογισμικού των κεντρικών συστημάτων
- (συνεκδοχικά) προγράμματα υπολογιστών γενικά
- ασχολείται με τη συγγραφή λογισμικού
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.