ρηματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρηματικός η ρηματική το ρηματικό
      γενική του ρηματικού της ρηματικής του ρηματικού
    αιτιατική τον ρηματικό τη ρηματική το ρηματικό
     κλητική ρηματικέ ρηματική ρηματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρηματικοί οι ρηματικές τα ρηματικά
      γενική των ρηματικών των ρηματικών των ρηματικών
    αιτιατική τους ρηματικούς τις ρηματικές τα ρηματικά
     κλητική ρηματικοί ρηματικές ρηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρηματικός < αρχαία ελληνική ῥηματικός < ῥῆμα

Επίθετο

ρηματικός

  1. που ανήκει, αναφέρεται στο ρήμα
  2. που προέρχεται από το ρήμα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.