ρηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρηματικός | η | ρηματική | το | ρηματικό |
| γενική | του | ρηματικού | της | ρηματικής | του | ρηματικού |
| αιτιατική | τον | ρηματικό | τη | ρηματική | το | ρηματικό |
| κλητική | ρηματικέ | ρηματική | ρηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρηματικοί | οι | ρηματικές | τα | ρηματικά |
| γενική | των | ρηματικών | των | ρηματικών | των | ρηματικών |
| αιτιατική | τους | ρηματικούς | τις | ρηματικές | τα | ρηματικά |
| κλητική | ρηματικοί | ρηματικές | ρηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρηματικός < αρχαία ελληνική ῥηματικός < ῥῆμα
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.