ακούγομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακούγομαι, παθητικη φωνή του ακού(γ)ω

Ρήμα

ακούγομαι, πρτ.: ακουγόμουν, στ.μέλλ.: θα ακουστώ, αόρ.: ακούστηκα, μτχ.π.π.: ακουσμένος

  1. με ακούν, παράγω ήχο και η παρουσία μου γίνεται αντιληπτή χάρη στον ήχο που παράγω
    ένα πιάνο ακουγόταν να παίζει στο διπλανό σπίτι
  2. μπορεί κάποιος να με ακούσει
    η καμπάνα ακούγεται από μεγάλη απόσταση
  3. (με γενική προσώπου) δημιουργώ σε κάποιον που με ακούει μια ορισμένη εντύπωση
    κάτι δεν πρέπει να είναι σωστό, μου ακούγεται παράξενα
  4. (στο γ' πρόσωπο) για φήμη που διαδίδεται
    ακούστηκε ότι θα γίνουν νέες περικοπές
  5. γίνομαι ανεκτός όταν κάποιος με ακούει
    αυτή η μουσική δεν ακούγεται

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη ακούω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.