ρήτορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρήτορας | οι | ρήτορες |
| γενική | του | ρήτορα | των | ρητόρων |
| αιτιατική | τον | ρήτορα | τους | ρήτορες |
| κλητική | ρήτορα | ρήτορες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρήτορας < αρχαία ελληνική ῥήτωρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾi.to.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρή‐το‐ρας
Ουσιαστικό
ρήτορας αρσενικό
- ο ομιλητής· που εκφωνεί ένα λόγο, π.χ. στη Βουλή ή σε δικαστήριο ή από τον άμβωνα ή σε εορτασμούς
- ※ Ὁ Χάρος ὁ ἀχόρταγος τὸν βρῆκε / ἀπὸ πιοτὰ διάφορα στουπί, / καὶ ρήτορας κανένας δὲν ἐβγῆκε / τὰ τόσα θαύματά του νὰ μᾶς πῇ. (Γεώργιος Σουρής, Ο Μπουρδούσης, 1883)
- ο ικανός ομιλητής
- (επάγγελμα) ο δάσκαλος της ρητορικής τέχνης
Συγγενικά
- ρητορεία
- ρητορεύω
- ρητορική
- ρητορικός
- ρητορικότητα
- ρητορισμός
- ρητοροδιδάσκαλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.