ῥῆμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ῥῆμᾰ | τὰ | ῥήμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | ῥήμᾰτος | τῶν | ῥημᾰ́των |
| δοτική | τῷ | ῥήμᾰτῐ | τοῖς | ῥήμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | ῥῆμᾰ | τὰ | ῥήμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | ῥῆμᾰ | ῥήμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥήμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥημᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Παράγωγα
- ῥημάτιον
Εκφράσεις
- ῥήματα ἀντ’ ἀλφίτων: λόγια αντί για φαγητό, η κοιλιὰ δεν γεμίζει με λόγια
Συγγενικά
- ῥηματικός
- ῥήμων
- → και δείτε τη λέξη ῥήτωρ
Πηγές
- ῥῆμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥῆμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.