ρήση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρήση | οι | ρήσεις |
| γενική | της | ρήσης* | των | ρήσεων |
| αιτιατική | τη | ρήση | τις | ρήσεις |
| κλητική | ρήση | ρήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ρήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρήση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥῆ(σις) + -ση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.