verbum

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

verbum < πρωτοϊταλική *werβom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *werdʰom ‎(λέξη)

Ουσιαστικό

verbum (la) ουδέτερο

  1. λέξη
  2. λόγος
  3. όνομα
  4. παροιμία
  5. (γραμματική) ρήμα

Συγγενικά

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική verbum verba
γενική verbī verbōrum
δοτική verbō verbīs
αιτιατική verbum verba
κλητική verbum verba
αφαιρετική verbō verbīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.