πόλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πόλωση | οι | πολώσεις |
| γενική | της | πόλωσης* | των | πολώσεων |
| αιτιατική | την | πόλωση | τις | πολώσεις |
| κλητική | πόλωση | πολώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πολώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πόλωση < (καθαρεύουσα) πόλωσις < πολώνω + -σις < πόλος < αρχαία ελληνική πόλος < πέλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, [γυρίζω]]) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική polarisation)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpo.lo.si/
Ουσιαστικό
πόλωση θηλυκό
- (φυσική) ονομασία διαφόρων φυσικών φαινομένων που σχετίζονται με τον προσανατολισμό ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (συνήθως εγκάρσιων ως προς τον άξονα μετάδοσής τους)
- (φυσική) (του φωτός) φυσικό φαινόμενο στο οποίο το επίπεδο ταλάντωσης του ηλεκτρικού πεδίου του φωτός είναι το ίδιο για όλα τα φωτόνια
- (φυσική) το φαινόμενο της σταδιακής μείωσης μέχρι την εκμηδένιση της έντασης μιας φωτεινής ακτίνας, καθώς αυτή ανακλάται ή διαθλάται
- (ηλεκτρολογία) η επαναφορά της διαφοράς δυναμικού ανάμεσα σε δύο αγωγούς
- (μεταφορικά) η κατάσταση ασυνεννοησίας, αδιαλλαξίας, αντιπαράθεσης και εχθρικών ενεργειών που ανακύπτει ανάμεσα σε δύο πλευρές (πόλους)
Μεταφράσεις
πόλωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.