πόλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόλωση οι πολώσεις
      γενική της πόλωσης* των πολώσεων
    αιτιατική την πόλωση τις πολώσεις
     κλητική πόλωση πολώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πόλωση < (καθαρεύουσα) πόλωσις < πολώνω + -σις < πόλος < αρχαία ελληνική πόλος < πέλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, [γυρίζω]]) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική polarisation)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpo.lo.si/

Ουσιαστικό

πόλωση θηλυκό

  1. (φυσική) ονομασία διαφόρων φυσικών φαινομένων που σχετίζονται με τον προσανατολισμό ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (συνήθως εγκάρσιων ως προς τον άξονα μετάδοσής τους)
  2. (φυσική) (του φωτός) φυσικό φαινόμενο στο οποίο το επίπεδο ταλάντωσης του ηλεκτρικού πεδίου του φωτός είναι το ίδιο για όλα τα φωτόνια
  3. (φυσική) το φαινόμενο της σταδιακής μείωσης μέχρι την εκμηδένιση της έντασης μιας φωτεινής ακτίνας, καθώς αυτή ανακλάται ή διαθλάται
  4. (ηλεκτρολογία) η επαναφορά της διαφοράς δυναμικού ανάμεσα σε δύο αγωγούς
  5. (μεταφορικά) η κατάσταση ασυνεννοησίας, αδιαλλαξίας, αντιπαράθεσης και εχθρικών ενεργειών που ανακύπτει ανάμεσα σε δύο πλευρές (πόλους)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.