πέλω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πέλω < λείπει η ετυμολογία [1]

Ρήμα

πέλω, συνήθως στη μέση φωνή: πέλομαι ιδίως σε σύνθετα

  1. είμαι σε κίνηση, κατευθύνομαι
  2. υπάρχω, είμαι
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 970 (970-972)
    ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ᾽ ὄμφακος πικρᾶς | οἶνον, τότ᾽ ἤδη ψῦχος ἐν δόμοις πέλει, | ἀνδρὸς τελείου δῶμ᾽ ἐπιστρωφωμένου.
    κι όταν γυαλίζει απ᾽ την ξινή την αγουρίδα | κρασάτη ρόγα, τότ᾽ είναι δροσιά στο σπίτι, | σαν το γιομίζει τ᾽ άρχοντά του η παρουσία.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greeklanguage.gr
  3. γίνομαι, καθίσταμαι
  4. (σπάνιο) ανατέλλω
  5. (ως απρόσωπο) πέλει: υπάρχει

Εκφράσεις

γνωμικά:

  • ἂλλοτε μήτηρ πέλει ἡμέρη, ἂλλοτε μητρυί (ιωνική διάλεκτος)
  • οὐδέ τις ἄλλη νοῦσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται δειλοῖσι βροτοῖσιν (Όμηρος)
  • γῆρας καὶ θάνατος ἐπ' ἀνθρώποις πέλονται

Σύνθετα

σύνθετα του ρήματος:

  • ἀμφιπέλομαι
  • ἐπιπέλομαι
  • περιπέλομαι
  • ὑπερπέλομαι

Συγγενικά

θέμα με πελ-

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

θέμα με μηδενική βαθμίδα πλ-

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

θέμα με πολ-

  • -πόλος - Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πόλος στο Βικιλεξικό
  • -πολος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πολος στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις πέλω @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

και

και πωλ-

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

 και δείτε ομόρριζα όπως πάλιν, κύκλος, τῆλε, ἐμπολή και ἔπιπλα & την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel-

Αναφορές

  1. πέλομαι σελ. 1168 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.