φωτόνιο
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φωτόνιο | τα | φωτόνια |
| γενική | του | φωτόνιου & φωτονίου |
των | φωτόνιων & φωτονίων |
| αιτιατική | το | φωτόνιο | τα | φωτόνια |
| κλητική | φωτόνιο | φωτόνια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φωτόνιο < απόδοση της αγγλικής λέξης photon του Gilbert N. Lewis < από την ρίζα της λέξης φῶς-φωτός
Ουσιαστικό
φωτόνιο ουδέτερο
- σωματίδιο φωτός, κβάντο φωτός, χωρίς μάζα ή φορτίο, φορέας της ηλεκτρομαγνητικής αλληλεπίδρασης, ο οποίος απεικονίζεται διεθνώς με το σύμβολο γ (το ελληνικό πεζό γράμμα γάμα) ή hν -είναι επίσης μποζόνιο
- αλληλεπιδρά με φορτισμένα σωματίδια, όχι όμως με τα W (W± δηλαδή W+ και W-)
-
φωτόνιο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.