αγωγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αγωγός | οι | αγωγοί |
| γενική | του | αγωγού | των | αγωγών |
| αιτιατική | τον | αγωγό | τους | αγωγούς |
| κλητική | αγωγέ | αγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγωγός < ἄγω [1]
- σημασία στη φυσική: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική conducteur
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣoˈɣos/
Ουσιαστικό
αγωγός αρσενικό
Αντώνυμα
Σύνθετα
|
|
Συγγενικά
-
Αγωγός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
αγωγός
Αναφορές
- αγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.