αδιαλλαξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αδιαλλαξία | οι | αδιαλλαξίες |
| γενική | της | αδιαλλαξίας | των | αδιαλλαξιών |
| αιτιατική | την | αδιαλλαξία | τις | αδιαλλαξίες |
| κλητική | αδιαλλαξία | αδιαλλαξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ði̯a.laˈksi.a/ & /a.ðʝa.laˈksi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐αλ‐λα‐ξί‐α
Ουσιαστικό
αδιαλλαξία θηλυκό
- η στάση του αδιάλλακτου, η εμμονή κάποιου στις θέσεις του, η άρνηση για οποιοδήποτε συμβιβασμό
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αδιαλλαξία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.