μείωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μείωση | οι | μειώσεις |
| γενική | της | μείωσης* | των | μειώσεων |
| αιτιατική | τη | μείωση | τις | μειώσεις |
| κλητική | μείωση | μειώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μειώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μείωση < αρχαία ελληνική μείωσις < μειόω < μείων
Ουσιαστικό
μείωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μειώνω, το να κάνω κάτι μικρότερο ή λιγότερο· το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας.
- ↪Είναι επιτακτική ανάγκη η μείωση των ρύπων από τα οχήματα.
- (βιολογία) είδος κυτταρικής διαίρεσης κατά την οποία τα κύτταρα που προκύπτουν έχουν το μισό αριθμό χρωμοσωμάτων από το αρχικό.
Αντώνυμα
- αύξηση (1)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.