ονομασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονομασία οι ονομασίες
      γενική της ονομασίας των ονομασιών
    αιτιατική την ονομασία τις ονομασίες
     κλητική ονομασία ονομασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ονομασία < αρχαία ελληνικήὀνομασία

Προφορά

ΔΦΑ : /o.no.maˈsi.a/

Ουσιαστικό

ονομασία θηλυκό

  1. η λέξη με την οποία δηλώνεται κάτι
  2. η απόδοση ενός ονόματος σε κάποιον ή κάτι
  3. η απονομή ενός τίτλου ή ενός αξιώματος σε κάποιον

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.