ασυνεννοησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυνεννοησία οι ασυνεννοησίες
      γενική της ασυνεννοησίας των ασυνεννοησιών
    αιτιατική την ασυνεννοησία τις ασυνεννοησίες
     κλητική ασυνεννοησία ασυνεννοησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασυνεννοησία < ασυνεννόητος < α- στερητ. + συνεννοούμαι

Ουσιαστικό

ασυνεννοησία θηλυκό

  • έλλειψη συνεννόησης
    μία ασυνεννοησία ανάμεσα στο στρατηγό και τον βασιλιά οδήγησε σε μεγάλη ήττα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.