πολικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολικότητα οι πολικότητες
      γενική της πολικότητας των πολικοτήτων
    αιτιατική την πολικότητα τις πολικότητες
     κλητική πολικότητα πολικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολικότητα < πολικ(ός) + -ότητα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /po.liˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολικότητα

Ουσιαστικό

πολικότητα θηλυκό

  1. (βιολογία) η ύπαρξη δύο συμμετρικά αντίθετα στοιχείων με διαφορετικές ιδιότητες σε ένα σώμα
  2. (ηλεκτρολογία) η δυνατότητα των δύο πόλων μιας πηγής να διακρίνονται μεταξύ τους
  3. (φυσική) η ιδιότητα ενός μαγνήτη να προσναατολίζεται μέσα σε ένα πεδίο προς ορισμένη κατεύθυνση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.