πολικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολικότητα | οι | πολικότητες |
| γενική | της | πολικότητας | των | πολικοτήτων |
| αιτιατική | την | πολικότητα | τις | πολικότητες |
| κλητική | πολικότητα | πολικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.liˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
πολικότητα θηλυκό
- (βιολογία) η ύπαρξη δύο συμμετρικά αντίθετα στοιχείων με διαφορετικές ιδιότητες σε ένα σώμα
- (ηλεκτρολογία) η δυνατότητα των δύο πόλων μιας πηγής να διακρίνονται μεταξύ τους
- (φυσική) η ιδιότητα ενός μαγνήτη να προσναατολίζεται μέσα σε ένα πεδίο προς ορισμένη κατεύθυνση
Μεταφράσεις
πολικότητα
|
|
Αναφορές
- πολικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.