ηλεκτρομαγνητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλεκτρομαγνητικός η ηλεκτρομαγνητική το ηλεκτρομαγνητικό
      γενική του ηλεκτρομαγνητικού της ηλεκτρομαγνητικής του ηλεκτρομαγνητικού
    αιτιατική τον ηλεκτρομαγνητικό την ηλεκτρομαγνητική το ηλεκτρομαγνητικό
     κλητική ηλεκτρομαγνητικέ ηλεκτρομαγνητική ηλεκτρομαγνητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλεκτρομαγνητικοί οι ηλεκτρομαγνητικές τα ηλεκτρομαγνητικά
      γενική των ηλεκτρομαγνητικών των ηλεκτρομαγνητικών των ηλεκτρομαγνητικών
    αιτιατική τους ηλεκτρομαγνητικούς τις ηλεκτρομαγνητικές τα ηλεκτρομαγνητικά
     κλητική ηλεκτρομαγνητικοί ηλεκτρομαγνητικές ηλεκτρομαγνητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηλεκτρομαγνητικός < αγγλική electromagnetic

Επίθετο

ηλεκτρομαγνητικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.