προσαγωγός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσαγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσαγωγός (ελκυστικός) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική adducteur.[1] Αναλύεται σε προσ- + -αγωγός
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.sa.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σα‐γω‐γός
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐α‐γω‐γός
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | προσαγωγός | το | προσαγωγό | ||
| γενική | του/της | προσαγωγού | του | προσαγωγού | ||
| αιτιατική | τον/την | προσαγωγό | το | προσαγωγό | ||
| κλητική | προσαγωγέ | προσαγωγό | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | προσαγωγοί | τα | προσαγωγά | ||
| γενική | των | προσαγωγών | των | προσαγωγών | ||
| αιτιατική | τους/τις | προσαγωγούς | τα | προσαγωγά | ||
| κλητική | προσαγωγοί | προσαγωγά | ||||
| Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
| ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
προσαγωγός, -ός, -ό
- (ανατομία) που έλκει από την περιφέρεια προς το κέντρο
- ↪ προσαγωγός αγγείωση (π.χ. στο ήπαρ)
- ↪ προσαγωγός μυς του αντίχειρα, βραχύς προσαγωγός του μηρού
Μεταφράσεις
(επίθετο)που προσάγει
|
|
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προσαγωγός | οι | προσαγωγοί |
| γενική | του | προσαγωγού | των | προσαγωγών |
| αιτιατική | τον | προσαγωγό | τους | προσαγωγούς |
| κλητική | προσαγωγέ | προσαγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ανθρώπινοι προσαγωγοί
προσαγωγός αρσενικό
- (ανατομία) ο μέγας προσαγωγός μυς του μηρού
Αναφορές
- προσαγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | προσαγωγός | τὸ | προσαγωγόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | προσαγωγοῦ | τοῦ | προσαγωγοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | προσαγωγῷ | τῷ | προσαγωγῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | προσαγωγόν | τὸ | προσαγωγόν | ||
| κλητική ὦ! | προσαγωγέ | προσαγωγόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | προσαγωγοί | τὰ | προσαγωγᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | προσαγωγῶν | τῶν | προσαγωγῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | προσαγωγοῖς | τοῖς | προσαγωγοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | προσαγωγούς | τὰ | προσαγωγᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | προσαγωγοί | προσαγωγᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσαγωγώ | τὼ | προσαγωγώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | προσαγωγοῖν | τοῖν | προσαγωγοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- προσαγωγός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσαγωγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.