προσαγωγέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσαγωγέας οι προσαγωγείς
      γενική του προσαγωγέα των προσαγωγέων
    αιτιατική τον προσαγωγέα τους προσαγωγείς
     κλητική προσαγωγέα προσαγωγείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσαγωγέας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική leading-note, leading (που οδηγεί) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μορφολογικά, όπως η αρχαία ελληνική προσαγωγεύς (αυτός που άγει, οδηγεί, αυτός που συστήνει κάποιον)

Ουσιαστικό

προσαγωγέας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.