προσαγωγέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προσαγωγέας | οι | προσαγωγείς |
| γενική | του | προσαγωγέα | των | προσαγωγέων |
| αιτιατική | τον | προσαγωγέα | τους | προσαγωγείς |
| κλητική | προσαγωγέα | προσαγωγείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσαγωγέας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική leading-note, leading (που οδηγεί) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- Μορφολογικά, όπως η αρχαία ελληνική προσαγωγεύς (αυτός που άγει, οδηγεί, αυτός που συστήνει κάποιον)
Ουσιαστικό
προσαγωγέας
- (μουσική) στη μείζονα κλίμακα, ο έβδομος φθόγγος που απέχει ένα ημιτόνιο κάτω από την τονική και συνήθως οδηγεί (προσάγει) αρμονικά στην τονική συγχορδία
- ↪ Στη σκάλα «ντο» ο προσαγωγέας είναι το σι.
- ↪ Λάθος έκανα στην άσκηση αρμονίας! Ο προσαγωγέας και η δεσπόζουσα πρέπει να λύνεται στην τονική, κι εγώ τον κατέβασα...
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.