προσάγω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσάγω < αρχαία ελληνική προσάγω < πρός + ἄγω
Ρήμα
προσάγω, πρτ.: προσήγα, στ.μέλλ.: θα προσαγάγω, αόρ.: προσήγαγα, παθ.φωνή: προσάγομαι, μτχ. παθ. αορ.: προσαχθείς
- συλλαμβάνω και οδηγώ κάποιον σε αστυνομικό τμήμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσάγω | προσήγα | θα προσάγω | να προσάγω | προσάγοντας | |
| β' ενικ. | προσάγεις | προσήγες | θα προσάγεις | να προσάγεις | (πρόσαγε) | |
| γ' ενικ. | προσάγει | προσήγε | θα προσάγει | να προσάγει | ||
| α' πληθ. | προσάγουμε | προσάγαμε | θα προσάγουμε | να προσάγουμε | ||
| β' πληθ. | προσάγετε | προσάγατε | θα προσάγετε | να προσάγετε | προσάγετε | |
| γ' πληθ. | προσάγουν(ε) | προσήγαν προσάγαν(ε) |
θα προσάγουν(ε) | να προσάγουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσήγαγα | θα προσαγάγω | να προσαγάγω | προσαγάγει | ||
| β' ενικ. | προσήγαγες | θα προσαγάγεις | να προσαγάγεις | προσάγαγε | ||
| γ' ενικ. | προσήγαγε | θα προσαγάγει | να προσαγάγει | |||
| α' πληθ. | προσαγάγαμε | θα προσαγάγουμε | να προσαγάγουμε | |||
| β' πληθ. | προσαγάγατε | θα προσαγάγετε | να προσαγάγετε | προσαγάγετε | ||
| γ' πληθ. | προσήγαγαν προσαγάγαν(ε) |
θα προσαγάγουν(ε) | να προσαγάγουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσαγάγει | είχα προσαγάγει | θα έχω προσαγάγει | να έχω προσαγάγει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσαγάγει | είχες προσαγάγει | θα έχεις προσαγάγει | να έχεις προσαγάγει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσαγάγει | είχε προσαγάγει | θα έχει προσαγάγει | να έχει προσαγάγει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσαγάγει | είχαμε προσαγάγει | θα έχουμε προσαγάγει | να έχουμε προσαγάγει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσαγάγει | είχατε προσαγάγει | θα έχετε προσαγάγει | να έχετε προσαγάγει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσαγάγει | είχαν προσαγάγει | θα έχουν προσαγάγει | να έχουν προσαγάγει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσάγομαι | προσαγόμουν(α) | θα προσάγομαι | να προσάγομαι | ||
| β' ενικ. | προσάγεσαι | προσαγόσουν(α) | θα προσάγεσαι | να προσάγεσαι | (προσάγου) | |
| γ' ενικ. | προσάγεται | προσαγόταν(ε) | θα προσάγεται | να προσάγεται | ||
| α' πληθ. | προσαγόμαστε | προσαγόμαστε προσαγόμασταν |
θα προσαγόμαστε | να προσαγόμαστε | ||
| β' πληθ. | προσάγεστε | προσαγόσαστε προσαγόσασταν |
θα προσάγεστε | να προσάγεστε | (προσάγεστε) | |
| γ' πληθ. | προσάγονται | προσάγονταν προσαγόντουσαν |
θα προσάγονται | να προσάγονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσάχθηκα | θα προσαχθώ | να προσαχθώ | προσαχθεί | ||
| β' ενικ. | προσάχθηκες | θα προσαχθείς | να προσαχθείς | προσάξου | ||
| γ' ενικ. | προσάχθηκε | θα προσαχθεί | να προσαχθεί | |||
| α' πληθ. | προσαχθήκαμε | θα προσαχθούμε | να προσαχθούμε | |||
| β' πληθ. | προσαχθήκατε | θα προσαχθείτε | να προσαχθείτε | προσαχθείτε | ||
| γ' πληθ. | προσάχθηκαν προσαχθήκαν(ε) |
θα προσαχθούν(ε) | να προσαχθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προσαχθεί | είχα προσαχθεί | θα έχω προσαχθεί | να έχω προσαχθεί | προσηγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προσαχθεί | είχες προσαχθεί | θα έχεις προσαχθεί | να έχεις προσαχθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προσαχθεί | είχε προσαχθεί | θα έχει προσαχθεί | να έχει προσαχθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσαχθεί | είχαμε προσαχθεί | θα έχουμε προσαχθεί | να έχουμε προσαχθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προσαχθεί | είχατε προσαχθεί | θα έχετε προσαχθεί | να έχετε προσαχθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσαχθεί | είχαν προσαχθεί | θα έχουν προσαχθεί | να έχουν προσαχθεί | ||
- Σημείωση: Στον παθητικό αόριστο είναι εύχρηστοι οι λόγιοι τύποι προσήχθην, (προσήχθης), προσήχθη, (προσήχθημεν), (προσήχθητε), προσήχθησαν καθώς και η μετοχή προσαχθείς
Μεταφράσεις
προσάγω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.