προσάγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσάγω < αρχαία ελληνική προσάγω < πρός + ἄγω

Ρήμα

προσάγω, πρτ.: προσήγα, στ.μέλλ.: θα προσαγάγω, αόρ.: προσήγαγα, παθ.φωνή: προσάγομαι, μτχ. παθ. αορ.: προσαχθείς

Κλίση

Σημείωση: Στον παθητικό αόριστο είναι εύχρηστοι οι λόγιοι τύποι προσήχθην, (προσήχθης), προσήχθη, (προσήχθημεν), (προσήχθητε), προσήχθησαν καθώς και η μετοχή προσαχθείς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.