πειστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πειστικός | η | πειστική | το | πειστικό |
| γενική | του | πειστικού | της | πειστικής | του | πειστικού |
| αιτιατική | τον | πειστικό | την | πειστική | το | πειστικό |
| κλητική | πειστικέ | πειστική | πειστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πειστικοί | οι | πειστικές | τα | πειστικά |
| γενική | των | πειστικών | των | πειστικών | των | πειστικών |
| αιτιατική | τους | πειστικούς | τις | πειστικές | τα | πειστικά |
| κλητική | πειστικοί | πειστικές | πειστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πειστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πειστικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πει‐στι‐κός
- ομόηχο: πιστικός
Επίθετο
πειστικός, -ή, -ό
- που πείθει τους άλλους, που γίνεται πιστευτός από τους άλλους
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πειστικός | ἡ | πειστική | τὸ | πειστικόν |
| γενική | τοῦ | πειστικοῦ | τῆς | πειστικῆς | τοῦ | πειστικοῦ |
| δοτική | τῷ | πειστικῷ | τῇ | πειστικῇ | τῷ | πειστικῷ |
| αιτιατική | τὸν | πειστικόν | τὴν | πειστικήν | τὸ | πειστικόν |
| κλητική ὦ! | πειστικέ | πειστική | πειστικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | πειστικοί | αἱ | πειστικαί | τὰ | πειστικᾰ́ |
| γενική | τῶν | πειστικῶν | τῶν | πειστικῶν | τῶν | πειστικῶν |
| δοτική | τοῖς | πειστικοῖς | ταῖς | πειστικαῖς | τοῖς | πειστικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | πειστικούς | τὰς | πειστικᾱ́ς | τὰ | πειστικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | πειστικοί | πειστικαί | πειστικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πειστικώ | τὼ | πειστικᾱ́ | τὼ | πειστικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | πειστικοῖν | τοῖν | πειστικαῖν | τοῖν | πειστικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Παράγωγα
- πειστικῶς
- πειστικώτερος
- πειστικωτέρως
Αναφορές
- πείθω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πειστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πειστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.