ἀγωγός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀγωγός τὸ ἀγωγόν
      γενική τοῦ/τῆς ἀγωγοῦ τοῦ ἀγωγοῦ
      δοτική τῷ/τῇ ἀγωγ τῷ ἀγωγ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγωγόν τὸ ἀγωγόν
     κλητική ! ἀγωγέ ἀγωγόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀγωγοί τὰ ἀγωγᾰ́
      γενική τῶν ἀγωγῶν τῶν ἀγωγῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀγωγοῖς τοῖς ἀγωγοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀγωγούς τὰ ἀγωγᾰ́
     κλητική ! ἀγωγοί ἀγωγᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγωγώ τὼ ἀγωγώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀγωγοῖν τοῖν ἀγωγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀγωγός < (ἄγω) θέμα ἀγ- με αναδιπλασιασμό ἀγ-ωγ + -ός

Επίθετο

ἀγωγός, -ός, -όν

  1. που άγει, που οδηγεί
  2. που προσελκύει
  3. (ουσιαστικοποιημένο) ἀγωγός: οδηγός
  4. (ουσιαστικοποιημένο στον πληθυντικό) ἀγωγοί: οι φύλακες

Συγγενικά

  • -αγωγός Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -αγωγός στο Βικιλεξικό

 και δείτε τη λέξη ἄγω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.