-αγωγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η -αγωγός οι -αγωγοί
      γενική του/της -αγωγού των -αγωγών
    αιτιατική τον/τη(ν) -αγωγό τους/τις -αγωγούς
     κλητική -αγωγέ -αγωγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-αγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -αγωγός < ἄγω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γωγός

Επίθημα

-αγωγός αρσενικό ή θηλυκό

  1. β′ συνθετικό λέξεων που δηλώνουν αγωγό ο οποίος μεταφέρει συνήθως υγρό ή αέριο
    υδραγωγός, πετρελαιαγωγός
  2. β′ συνθετικό λέξεων που δηλώνουν άτομο που καθοδηγεί
    παιδαγωγός, νηπιαγωγός

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -αγωγός στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -αγωγός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.