πλούσια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλούσια < πλούσιος

Επίρρημα

πλούσια

  1. με πλούτο, με πληθώρα αγαθών

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πλούσια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πλούσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πλούσιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.