πλουσιόδωρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλουσιόδωρος η πλουσιόδωρη το πλουσιόδωρο
      γενική του πλουσιόδωρου της πλουσιόδωρης του πλουσιόδωρου
    αιτιατική τον πλουσιόδωρο την πλουσιόδωρη το πλουσιόδωρο
     κλητική πλουσιόδωρε πλουσιόδωρη πλουσιόδωρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλουσιόδωροι οι πλουσιόδωρες τα πλουσιόδωρα
      γενική των πλουσιόδωρων των πλουσιόδωρων των πλουσιόδωρων
    αιτιατική τους πλουσιόδωρους τις πλουσιόδωρες τα πλουσιόδωρα
     κλητική πλουσιόδωροι πλουσιόδωρες πλουσιόδωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλουσιόδωρος < πλούσιος/πλούτος + δώρο

Ουσιαστικό

πλουσιόδωρος αρσενικό

  • που παρέχει άφθονα αγαθά
      Ο Θεός αφού έκανε τον άνθρωπο αυτεξούσιο, ως πλουσιόδωρος και αγαθός που είναι, του έδωσε και την δύναμη, αν θέλει, να γίνεται αρεστός σ’ Αυτόν. (Το αυτεξούσιον του ανθρώπου, Δόγμα, dogma.gr, 30/4/2023 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.