πενιχρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πενιχρός | η | πενιχρή | το | πενιχρό |
| γενική | του | πενιχρού | της | πενιχρής | του | πενιχρού |
| αιτιατική | τον | πενιχρό | την | πενιχρή | το | πενιχρό |
| κλητική | πενιχρέ | πενιχρή | πενιχρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πενιχροί | οι | πενιχρές | τα | πενιχρά |
| γενική | των | πενιχρών | των | πενιχρών | των | πενιχρών |
| αιτιατική | τους | πενιχρούς | τις | πενιχρές | τα | πενιχρά |
| κλητική | πενιχροί | πενιχρές | πενιχρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πενιχρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πενιχρός[1] < πένης
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.niˈxɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐νι‐χρός
Συγγενικά
- πενιχρότητα
- → δείτε τις λέξεις πένης και πενία
Μεταφράσεις
πενιχρός
Αναφορές
- πενιχρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.