μακροπερίοδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μακροπερίοδος | η | μακροπερίοδη | το | μακροπερίοδο |
| γενική | του | μακροπερίοδου | της | μακροπερίοδης | του | μακροπερίοδου |
| αιτιατική | τον | μακροπερίοδο | τη | μακροπερίοδη | το | μακροπερίοδο |
| κλητική | μακροπερίοδε | μακροπερίοδη | μακροπερίοδο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μακροπερίοδοι | οι | μακροπερίοδες | τα | μακροπερίοδα |
| γενική | των | μακροπερίοδων | των | μακροπερίοδων | των | μακροπερίοδων |
| αιτιατική | τους | μακροπερίοδους | τις | μακροπερίοδες | τα | μακροπερίοδα |
| κλητική | μακροπερίοδοι | μακροπερίοδες | μακροπερίοδα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μακροπερίοδος < ελληνιστική κοινή μακροπερίοδος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.kɾo.peˈɾi.o.ðos/
Επίθετο
- μακροπερίοδος, -η, ο
- (για προφορικό ή γραπτό λόγο) με πολύ μεγάλες, μακρές περιόδους
- το κείμενό σου είναι μακροπερίοδο· βάλε καμιά τελεία
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλίση
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ μακροπερίοδος | τὸ μακροπερίοδον | οἱ, αἱ μακροπερίοδοι | τὰ μακροπερίοδα |
| Γενική | τοῦ, τῆς μακροπεριόδου | τοῦ μακροπεριόδου | τῶν μακροπεριόδων | τῶν μακροπεριόδων |
| Δοτική | τῷ, τῇ μακροπεριόδῳ | τῷ μακροπεριόδῳ | τοῖς, ταῖς μακροπεριόδοις | τοῖς μακροπεριόδοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν μακροπερίοδον | τὸ μακροπερίοδον | τοὺς, τὰς μακροπεριόδους | τὰ μακροπερίοδα |
| Κλητική | μακροπερίοδε | μακροπερίοδον | μακροπερίοδοι | μακροπερίοδα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | μακροπεριόδω | |||
| Γενική-Δοτική | μακροπεριόδοιν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.