φράση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φράση | οι | φράσεις |
| γενική | της | φράσης* | των | φράσεων |
| αιτιατική | τη | φράση | τις | φράσεις |
| κλητική | φράση | φράσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, φράσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φράση < αρχαία ελληνική φράσις
Ουσιαστικό
φράση θηλυκό
- ελλειπτική ή μονολεκτική πρόταση
- στερεότυπος συνδυασμός λέξεων που χρησιμοποιούνται ευρέως με διαφορετική σημασία από αυτή που κανονικά έχουν· έκφραση ή πολυλεκτικός όρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.