φράση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φράση οι φράσεις
      γενική της φράσης* των φράσεων
    αιτιατική τη φράση τις φράσεις
     κλητική φράση φράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φράσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φράση < αρχαία ελληνική φράσις

Ουσιαστικό

φράση θηλυκό

  1. ελλειπτική ή μονολεκτική πρόταση
  2. στερεότυπος συνδυασμός λέξεων που χρησιμοποιούνται ευρέως με διαφορετική σημασία από αυτή που κανονικά έχουν· έκφραση ή πολυλεκτικός όρος

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.