περιοδεύων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιοδεύων
& περιοδεύοντας
η περιοδεύουσα το περιοδεύον
      γενική του περιοδεύοντος
& περιοδεύοντα
της περιοδεύουσας
& περιοδευούσης*
του περιοδεύοντος
    αιτιατική τον περιοδεύοντα την περιοδεύουσα το περιοδεύον
     κλητική περιοδεύων
& περιοδεύοντα
περιοδεύουσα περιοδεύον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιοδεύοντες οι περιοδεύουσες τα περιοδεύοντα
      γενική των περιοδευόντων των περιοδευουσών των περιοδευόντων
    αιτιατική τους περιοδεύοντες τις περιοδεύουσες τα περιοδεύοντα
     κλητική περιοδεύοντες περιοδεύουσες περιοδεύοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιοδεύων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιοδεύων

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾi.oˈðe.von/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιοδεύων
ομόηχο: περιοδεύον

Μετοχή

περιοδεύων, -ουσα, -ον

Παράγωγα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική περιοδεύων περιοδεύουσ τὸ περιοδεῦον
      γενική τοῦ περιοδεύοντος τῆς περιοδευούσης τοῦ περιοδεύοντος
      δοτική τῷ περιοδεύοντ τῇ περιοδευούσ τῷ περιοδεύοντ
    αιτιατική τὸν περιοδεύοντ τὴν περιοδεύουσᾰν τὸ περιοδεῦον
     κλητική ! περιοδεύων περιοδεύουσ περιοδεῦον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ περιοδεύοντες αἱ περιοδεύουσαι τὰ περιοδεύοντ
      γενική τῶν περιοδευόντων τῶν περιοδευουσῶν τῶν περιοδευόντων
      δοτική τοῖς περιοδεύουσῐ(ν) ταῖς περιοδευούσαις τοῖς περιοδεύουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς περιοδεύοντᾰς τὰς περιοδευούσᾱς τὰ περιοδεύοντ
     κλητική ! περιοδεύοντες περιοδεύουσαι περιοδεύοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ περιοδεύοντε τὼ περιοδευούσ τὼ περιοδεύοντε
      γεν-δοτ τοῖν περιοδευόντοιν τοῖν περιοδευούσαιν τοῖν περιοδευόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λήγων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

περιοδεύων, -ουσα, -ον (ελληνιστική κοινή)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.