περιοδικός πίνακας
Νέα ελληνικά (el)

ο περιοδικός πίνακας των στοιχείων
Ετυμολογία
- περιοδικός πίνακας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική periodic table < periodic (περιοδικός) + table (πίνακας) (επειδή μέσα στον πίνακα κάποιες ιδιότητες επαναλαμβάνονται περιοδικά)
Πολυλεκτικός όρος
περιοδικός πίνακας αρσενικό
- (χημεία) ένας πίνακας που κατατάσσει τα χημικά στοιχεία, με βάση τον ατομικό αριθμό και τις ιδιότητες τους
- Παράρτημα:Περιοδικός πίνακας των στοιχείων
-
περιοδικός πίνακας στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.