period
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| period | periods |
period (en)
- το διάστημα, η προθεσμία, η περίοδος, η αόριστη ή συγκεκριμένη χρονική απόσταση
- ↪ within a period of five minutes - μέσα σε διάστημα πέντε λεπτών
- ↪ after a period of ten years - ύστερα από διάστημα δέκα χρόνων
- ↪ within a period of six months - μέσα σε προθεσμία έξι ημερών
- ↪ A period of ten days to pay is not enough.
- Δεν είναι αρκετή δεκαήμερη προθεσμία για πληρωμή.
- ↪ We are in for a period of hot/cold weather.
- Θα έχουμε μια περίοδο ζέστης/κρύου.
- ↪ The exam period has begun.
- Άρχισε η περίοδος των εξετάσεων.
- ↪ He is going through a critical period.
- Περνάει μια κρίσιμη περίοδο.
- ≈ συνώνυμα: duration, interval, space, span, term και timespan
- η περίοδος, ένα χρονικό διάστημα στη ζωή ενός συγκεκριμένου ατόμου ή στην ιστορία μιας συγκεκριμένης χώρας
- η περίοδος, οποιοδήποτε από τα μέρη της ημέρας χωρίζεται σε σχολείο, πανεπιστήμιο κτλ. για μελέτη
- ↪ ten teaching periods a week - δέκα διδακτικές περίοδοι την εβδομάδα
- η περίοδος, η έμμηνος ρύση
- ↪ She’s having her period./She’s on her period.
- Έχει την περίοδό της.
- ↪ She’s having her period./She’s on her period.
- (φυσική) η περίοδος ενός περιοδικού φαινομένου
- ↪ period of the pendulum - περίοδος του εκκρεμούς
- (χημεία) μία γραμμή του περιοδικού πίνακα στοιχείων
- (γραμματική, κυρίως αμερικανικά αγγλικά) η τελεία, σημείο στίξης που επισημαίνει το τέλος μιάς πρότασης
Πηγές
- period - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 228-229, 687, 739. ISBN 9780194325684., λήμμα: διάστημα, περίοδος, προθεσμία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.