αδιαθεσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αδιαθεσία | οι | αδιαθεσίες |
| γενική | της | αδιαθεσίας | των | αδιαθεσιών |
| αιτιατική | την | αδιαθεσία | τις | αδιαθεσίες |
| κλητική | αδιαθεσία | αδιαθεσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αδιαθεσία < αδιάθε(τος) + -σία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ði.a.θeˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐θε‐σί‐α
Ουσιαστικό
αδιαθεσία θηλυκό
- (ιατρική)
- ελαφριά ασθένεια μικρής διάρκειας
- ↪ ένιωθα αδιαθεσία χτες και δεν πήγα στη δουλειά
- (προφορικό) εμμηνόρροια, περίοδος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.