αδιαθεσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδιαθεσία οι αδιαθεσίες
      γενική της αδιαθεσίας των αδιαθεσιών
    αιτιατική την αδιαθεσία τις αδιαθεσίες
     κλητική αδιαθεσία αδιαθεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδιαθεσία < αδιάθε(τος) + -σία

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ði.a.θeˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδιαθεσία

Ουσιαστικό

αδιαθεσία θηλυκό

  • (ιατρική)
  1. ελαφριά ασθένεια μικρής διάρκειας
    ένιωθα αδιαθεσία χτες και δεν πήγα στη δουλειά
  2. (προφορικό) εμμηνόρροια, περίοδος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.