εμμηνόρροια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εμμηνόρροια | οι | εμμηνόρροιες |
| γενική | της | εμμηνόρροιας | των | εμμηνορροιών |
| αιτιατική | την | εμμηνόρροια | τις | εμμηνόρροιες |
| κλητική | εμμηνόρροια | εμμηνόρροιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμμηνόρροια < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη νεολατινική menorrhoea (μήν, έμμηνος + -ρρoια < ῥέω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.miˈno.ɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐μη‐νόρ‐ροι‐α
Ουσιαστικό
εμμηνόρροια θηλυκό
Συγγενικά
Συνώνυμα
- αδιαθεσία (στον προφορικό λόγο)
- έμμηνα
- εμμηνορρυσία
- έμμηνος ρύση
- καταμήνια (παρωχημένο)
- περίοδος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εμμηνόρροια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.