ημιπερίοδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ημιπερίοδος | οι | ημιπερίοδοι (ημιπερίοδες) |
| γενική | της | ημιπεριόδου | των | ημιπεριόδων |
| αιτιατική | την | ημιπερίοδο | τις | ημιπεριόδους (ημιπερίοδες) |
| κλητική | ημιπερίοδε (ημιπερίοδο) | ημιπερίοδοι (ημιπερίοδες) | ||
| Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ημιπερίοδος θηλυκό
- (γραμματική) τμήμα λόγου, υποτμήμα της περιόδου, αποτελούμενο από μία ή πιο πολλές προτάσεις, που λήγουν σε άνω τελεία
- περίοδος πανεπιστημιακών εξετάσεων με δικαίωμα εξέτασης σε περιορισμένο αριθμό μαθημάτων
Αναφορές
- ημιπερίοδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.