ημιπερίοδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ημιπερίοδος οι ημιπερίοδοι (ημιπερίοδες)
      γενική της ημιπεριόδου των ημιπεριόδων
    αιτιατική την ημιπερίοδο τις ημιπεριόδους (ημιπερίοδες)
     κλητική ημιπερίοδε (ημιπερίοδο) ημιπερίοδοι (ημιπερίοδες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. ημιπερίοδος < ημι- + περίοδος (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semicolon
  2. ημιπερίοδος < ημι- + περίοδος[1]

Ουσιαστικό

ημιπερίοδος θηλυκό

  1. (γραμματική) τμήμα λόγου, υποτμήμα της περιόδου, αποτελούμενο από μία ή πιο πολλές προτάσεις, που λήγουν σε άνω τελεία
  2. περίοδος πανεπιστημιακών εξετάσεων με δικαίωμα εξέτασης σε περιορισμένο αριθμό μαθημάτων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.