πελαργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πελαργός | οι | πελαργοί |
| γενική | του | πελαργού | των | πελαργών |
| αιτιατική | τον | πελαργό | τους | πελαργούς |
| κλητική | πελαργέ | πελαργοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πελαργός < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική πελαργός
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.laɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λαρ‐γός
Ουσιαστικό
πελαργός αρσενικό
- (πτηνό) μεγάλο πουλί (είδος, Ciconia ciconia ή Ciconia alba) με μακριά πόδια και μεγάλο ράμφος
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- έρχεται ο πελαργός: όταν επίκειται γέννα
Συγγενικά
- λευκοπελαργός
- μαυροπελαργός
- πελαργόνι (φυτό)
- πελαργοφωλιά
-
πελαργός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
πελαργός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πελαργός | οἱ | πελαργοί |
| γενική | τοῦ | πελαργοῦ | τῶν | πελαργῶν |
| δοτική | τῷ | πελαργῷ | τοῖς | πελαργοῖς |
| αιτιατική | τὸν | πελαργόν | τοὺς | πελαργούς |
| κλητική ὦ! | πελαργέ | πελαργοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πελαργώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πελαργοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πελαργός, ήδη τον 5ο αιώνα < θέμα πελ- (πιθανόν μέσω των επιθέτων πελιός, πελλός (γκρίζος, φαιός, μελανόχρωμος → δείτε και τη λέξη πελιδνός) + ἀργός (λευκός, φωτεινός, → και δείτε τη λέξη ἄργυρος[1]
- για τη σχέση με το Πελασγός < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συγγενικά
- ἀντιπελαργέω & συγγενικά
- ὀρειπέλαργος
- πελαργάω
- πελαργιδεύς
- πελαργικός
- Πελαργικός
- πελαργῖτις (φυτό)
- πελαργόχρως
- πελαργώδης
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πελαργός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πελαργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.