λευκοπελαργός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λευκοπελαργός οι λευκοπελαργοί
      γενική του λευκοπελαργού των λευκοπελαργών
    αιτιατική τον λευκοπελαργό τους λευκοπελαργούς
     κλητική λευκοπελαργέ λευκοπελαργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λευκοπελαργός < λευκός + πελαργός

Ουσιαστικό

λευκοπελαργός αρσενικό

  • (πτηνό) πελαργός με λευκό, (άσπρο), πτέρωμα

Συνώνυμα

  • ασπρολέλεκας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.