Πελασγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πελασγός | οι | Πελασγοί |
| γενική | του | Πελασγού | των | Πελασγών |
| αιτιατική | τον | Πελασγό | τους | Πελασγούς |
| κλητική | Πελασγέ | Πελασγοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πελασγός < αρχαία ελληνική Πελασγός
Κύριο όνομα
Πελασγός αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) ανδρικό όνομα, ο γενάρχης των Πελασγών
- (εθνικό όνομα, ιστορία) εκείνος που ανήκε στο πρωτοελληνικό ή κατ' άλλους προελληνικό φύλο που κατοικούσε στην Ελλάδα
Συγγενικά
-
Πελασγός στη Βικιπαίδεια

-
Πελασγοί στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
οι Πελασγοί και ο Πελασγός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Πελασγός | οἱ | Πελασγοί |
| γενική | τοῦ | Πελασγοῦ | τῶν | Πελασγῶν |
| δοτική | τῷ | Πελασγῷ | τοῖς | Πελασγοῖς |
| αιτιατική | τὸν | Πελασγόν | τοὺς | Πελασγούς |
| κλητική ὦ! | Πελασγέ | Πελασγοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πελασγώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Πελασγοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
Πελασγός αρσενικό (θηλυκό Πελασγίς)
- (εθνικό όνομα) Πελασγός, εκείνος που ανήκε στο προελληνικό φύλο των Πελασγών
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 843 Ἱππόθοος δ᾽ ἄγε φῦλα Πελασγῶν ἐγχεσιμώρων τῶν οἳ Λάρισαν ἐριβώλακα ναιετάασκον
- Ο Ιππόθοος πάλι οδηγούσε τα έθνη των κονταρομάχων Πελασγών, αυτών που κατοικούσαν στην εύφορη Λάρισα
- άλλες μορφές: Πελασγιώτης, Πελασγιῶται, Πελασγιῶτις
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 843 Ἱππόθοος δ᾽ ἄγε φῦλα Πελασγῶν ἐγχεσιμώρων τῶν οἳ Λάρισαν ἐριβώλακα ναιετάασκον
Συγγενικά
- Πελάσγιος
- Πελασγία
- Πελασγικός (πελασγικός)
- Πελασγίς, -ίδος & Πελασγιάς, -άδος
- Πελασγιῶτις
Πηγές
- Πελασγός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Πελασγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.