πελαργόνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πελαργόνι τα πελαργόνια
      γενική του πελαργονιού των πελαργονιών
    αιτιατική το πελαργόνι τα πελαργόνια
     κλητική πελαργόνι πελαργόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πελαργόνι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πελαργόνι ουδέτερο

  • (βοτανική, λουλούδι) φυτό με δίχρωμα λουλούδια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.